- παρακέλευσμα
- τὸ, Αβλ. παρακέλευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακέλευσμα — παρακέλευμα exhortation neut nom/voc/acc sg παρακέλευσμα exhortation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακέλευσμ' — παρακέλευσμα , παρακέλευμα exhortation neut nom/voc/acc sg παρακέλευσμα , παρακέλευσμα exhortation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακέλευμα — και παρακέλευσμα, το, Α [παρακελεύομαι] 1. προτρεπτικός λόγος, παρακινητική φωνή, παρόρμηση 2. απόφθεγμα, αξίωμα, παράγγελμα («τὸ δὲ Φωκυλίδου παρακέλευμα οὐδὲν ἐμποδίζει», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παρακελευσματικός — ή, ό / παρακελευσματικός, ή, όν, ΝΜ [παρακέλευσμα, ατος] προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής νεοελλ. φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία… … Dictionary of Greek
ρυππαπαί — και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α 1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ ἀλλ ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.) 2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ το πλήρωμα πλοίου.… … Dictionary of Greek
παρακελευσμάτων — παρακέλευμα exhortation neut gen pl παρακέλευσμα exhortation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελεύσμασι — παρακέλευμα exhortation neut dat pl παρακέλευσμα exhortation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελεύσμασιν — παρακέλευμα exhortation neut dat pl παρακέλευσμα exhortation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελεύσματα — παρακέλευμα exhortation neut nom/voc/acc pl παρακέλευσμα exhortation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελεύσματι — παρακέλευμα exhortation neut dat sg παρακέλευσμα exhortation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)